- ἐφεγρήσσων
- ἐφεγρήσσων· ὁ ἀγρυπνῶν, Hsch. [full] ἐφεδές· ἐπίπεδον, ταπεινόν, χαμαί, Id. [full] ἐφεδέτα<ι>, title of officials at Samos, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφεγρήσσων — ἐφεγρήσσων, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἀγρυπνῶν» … Dictionary of Greek